Καθώς ξεκινά μια νέα σχολική χρονιά που απαιτεί τη δυναμική κινητοποίηση όλων μας για την προάσπιση του δημόσιου σχολείου, χαιρετίζουμε τις συναδέλφισσες και τους συναδέλφους και ευχόμαστε η νέα χρονιά να είναι γεμάτη υγεία, ειρήνη, δημιουργικότητα και αγωνιστικότητα για τους αγώνες που έρχονται.
H νέα σχολική χρονιά ξεκινά μέσα σ’ ένα εύθραυστο και δυσοίωνο τοπίο για τους εκπαιδευτικούς και την ελληνική κοινωνία. Μετά από έξι χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ, τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης και αντιλαϊκής πολιτικής της βαραίνουν αφόρητα πια τους/τις εκπαιδευτικούς και τον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Η ακρίβεια που κατατρώει το διαθέσιμο εισόδημα είναι αποτέλεσμα της πολιτικής που ανέχεται, αν δεν επιδοτεί, τα καρτέλ στην ενέργεια και την τροφοδοσία, την ίδια ώρα που διατηρεί τους ψηλούς έμμεσους, και κατά τεκμήριο, άδικους φόρους. Παράλληλα, η στρεβλή αναπτυξιακή λογική που βασίζεται στα πρόσκαιρα επισφαλή έσοδα από τον τουρισμό και το real estate έχει οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου στεγαστική κρίση που έχει καταστήσει την απόκτηση ή ακόμη και την ενοικίαση κατοικίας από τους μισθωτούς μια απίστευτα δύσκολη υπόθεση. Η πολιτική επιλογή της ακρίβειας συμπληρώνεται με αυτή των χαμηλών μισθών. Ειδικότερα, δε, για τους/τις εργαζομένους/ες στο Δημόσιο, οι αναιμικές αυξήσεις (35-40 ευρώ το 2024 και 20 ευρώ από 1/4/25), μετά τις μεγάλες περικοπές των μνημονίων, τη δεκαπενταετή περίοδο των παγωμένων μισθών και την τετραετή κρίση της ακρίβειας, έχουν ως αποτέλεσμα τη φτωχοποίηση και ουσιαστικά την εξαθλίωση. Οι μισθοί μας παραμένουν καθηλωμένοι και ταυτόχρονα εξανεμίζονται από το πρώτο δεκαήμερο αν αναλογιστούμε ότι οι σημερινές αμοιβές μας είναι κατά 45% χαμηλότερες από το 2009!
Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας όχι μόνο δεν σκέφτεται να αυξήσει τους μισθούς των εργαζομένων στο Δημόσιο, αλλά αντίθετα τους στοχοποιεί. Όχι μόνο δε δεσμεύεται για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού, αλλά ομολογεί και η ίδια δια του Υπουργού Οικονομικών Κ. Πιερρακάκη πως «και να είχαμε χρήματα, δε θα τους επαναφέραμε». Οι περιοριστικές πολιτικές που εφαρμόζει, δεν περιορίζονται στην επίθεση ενάντια στο εισόδημα, αλλά επεκτείνονται στη συστηματική καταστροφή δημόσιων δομών και υπηρεσιών, ειδικότερα αυτών που αφορούν ευαίσθητους τομείς για την κοινωνική πλειοψηφία, όπως η Υγεία και η Παιδεία, και την άμεση ή έμμεση ιδιωτικοποίησή τους. Εκτός των άλλων, η Κυβέρνηση της ΝΔ αποδεικνύεται συνώνυμο της διαπλοκής και των σκανδάλων, όπως αυτό στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Με όρους συμμορίας και συνδιαλλαγής μοίραζαν τα χρήματα σε ημετέρους με καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα.
Επιπλέον, η κυβέρνηση ψήφισε στα τέλη Αυγούστου, Νέο Πειθαρχικό Δίκαιο, το οποίο προβλέπει εξοντωτικές ποινές, ενώ καταργεί μετά από 100 χρόνια παρουσίας τους εκπροσώπους των εργαζομένων στα πειθαρχικά συμβούλια. Συνεχίζει την επίθεσή της ενάντια στους εργαζομένους στο Δημόσιο αλλά και ενάντια στους κανόνες Δικαίου, τη προστασία του Δημοσίου συμφέροντος, τη Δημοκρατία στη χώρα μας. Πρόκειται για μια εκστρατεία που ξεκίνησε, προσωπικά ο πρωθυπουργός, όταν κατά τη διάρκεια συζήτησης για το Έγκλημα των Τεμπών και προκειμένου να αποσείσει τις ευθύνες του, υπέδειξε ως υπευθύνους, τους εργαζομένους στο Δημόσιο και την υποτιθέμενη απουσία αξιολόγησης. Επιδίδονται έκτοτε σε μια ακροδεξιά λαϊκιστική έξαρση και μια επικίνδυνη τακτική που ανακαλεί ταπεινά ένστικτα μετατρέποντας ταυτόχρονα τα αρνητικά στερεότυπα σε δημόσιες πολιτικές. Αυτή η πολιτική συνοδεύεται, όπως είναι φυσικό, από την ένταση του αυταρχισμού και την επίθεση στη Δημοκρατία. Αυτή δεν αφορά μόνο τη συστηματική απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών, τον περιορισμό της ελευθεροτυπίας, τη διαχείριση σκανδάλων όπως των «υποκλοπών», αλλά και την υπονόμευση της Δικαιοσύνης και την απουσία λογοδοσίας των ισχυρών όπως αναδείχθηκε από την κυβερνητική διαχείριση του Εγκλήματος των Τεμπών.
Η επίθεση στη συνδικαλιστική δράση, υπήρξε πρωταρχική μέριμνα της κυβέρνησης με τους νόμους Χατζηδάκη και Γεωργιάδη, οι οποίοι αποσκοπούσαν να δημιουργήσουν κωλύματα στη λειτουργία των σωματείων, να οδηγήσουν στον εργοδοτικό και κυβερνητικό έλεγχό τους και να καταστήσουν, πρακτικά παράνομο, το υπέρτατο τους όπλο, την απεργία. Μέσα στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η προαναγγελία του Πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη περί απολύσεων για όποιον/α εκπαιδευτικό διαφωνεί επί της αρχής με την «αξιολόγηση», ένα παρωχημένο ιδεοληπτικό μοντέλο που έχει αποτύχει διεθνώς κι έχει οδηγήσει στην πλήρη υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης όπου αυτή εφαρμόστηκε. Κι αυτό γιατί ο πραγματικός σκοπός της Κυβέρνησης δεν είναι η βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, αλλά η κατηγοριοποίηση σχολείων, εκπαιδευτικών και μαθητών/τριών, η μετακύλιση των τεράστιων ευθυνών της για τη διάλυση της δημόσιας Παιδείας στις πλάτες της εκπαιδευτικής κοινότητας και η σταδιακή απόσυρση του Κράτους από την συνταγματική επιταγή για παροχή δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης, όπως δρομολογείται με τα Ωνάσεια Σχολεία και το πρόγραμμα International Baccalaureate, τα κολλέγια και τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Ξεχνάει ο κύριος Μητσοτάκης ότι οι διαδικασίες πρόσληψης στην εκπαίδευση είναι απολύτως αξιοκρατικές, ότι οι εκπαιδευτικοί είναι μακράν ο πιο προσοντούχος κλάδος της χώρας και ότι το ποιος/α έχει θέση ή όχι στο εκπαιδευτικό σύστημα δεν κρίνεται πια από πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Ξεχνάει ότι η Ελλάδα έχει Δημοκρατία και Σύνταγμα, το οποίο προβλέπει ρητώς το δικαίωμα στην απεργία, ως πυλώνα των δημοκρατικών διεκδικήσεων.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει συνδέσει την πολιτική του διαδρομή με τη στοχοποίηση του Δημοσίου τομέα, με τη διάλυση της δημόσιας Παιδείας και της Υγείας, στοχεύοντας στην ιδιωτικοποίησή τους προς όφελος των επιχειρηματικών του «φίλων». Έχει συνδέσει, επίσης, το όνομά του, ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης το 2013, με τις απολύσεις 2.500 εκπαιδευτικών των ΕΠΑΛ και την εξίσου απαράδεκτη και κομματική αξιολόγηση που είχε νομοθετηθεί τότε τόσο στην εκπαίδευση όσο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Εμείς οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τις μαύρες εκείνες μέρες. Δεν ξεχνάμε τους αγώνες μας που έφεραν την ψήφιση των νόμων 4325/2015 και 4547/2018 με τους οποίους επανήλθαν στις θέσεις τους οι διαθέσιμοι εκπαιδευτικοί και καταργήθηκε η αξιολόγηση. Το εκπαιδευτικό κίνημα από το 2020 δίνει μια σκληρή μάχη απέναντι στην «αξιολόγηση Κεραμέως-Μητσοτάκη», όχι επειδή φοβάται να αξιολογηθεί, αλλά γιατί αντιστέκεται στη διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης, που θα επέλθει με την κατηγοριοποίηση σχολείων, εκπαιδευτικών και μαθητών/τριων και τις συνεπακόλουθες ιδιωτικοποιήσεις. Και γι' αυτό η κυβέρνηση έχει σύρει πάνω από 15 φορές τις ΟΛΜΕ, ΔΟΕ και ΑΔΕΔΥ στα δικαστήρια, χωρίς να έχει προηγηθεί κανένας διάλογος με τις Εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες και επιχειρεί συστηματικά τη φίμωση και τη δίωξη όσων αντιστέκονται στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.
Οι 9816 διορισμοί εκπαιδευτικών και μελών ΕΕΠ-ΕΒΠ είναι μια θετική εξέλιξη αφού για εμάς η ύπαρξη μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού αποτελεί βασικό πυρήνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Την ίδια στιγμή ωστόσο το άνοιγμα των σχολείων θα απαιτήσει και χιλιάδες προσλήψεις αναπληρωτών και αναπληρωτριών εκπαιδευτικών. Η προηγούμενη σχολική χρονιά έκλεισε με σχεδόν 40.000 αναπληρωτές και αναπληρώτριες ενώ είχαμε και σχεδόν 2000 παραιτήσεις αναπληρωτών/τριών! Οι παραιτήσεις μονίμων εκπαιδευτικών προσεγγίζουν τις 4.700, ενώ μέσα στο καλοκαίρι είχαμε και τη δημιουργία 3.448 νέων Τμημάτων Ένταξης που απαιτούν και την ανάλογη στελέχωση. Με τα δεδομένα αυτά -και παρά τους 9.816 διορισμούς εκπαιδευτικών και μελών ΕΕΠ-ΕΒΠ- η νέα σχολική χρονιά θα χρειαστεί σχεδόν 45.000 προσλήψεις αναπληρωτών/τριών για την κάλυψη των πολύ σοβαρών κενών την 1η Σεπτεμβρίου!
Μέσα στο καλοκαίρι είχαμε φυσικά το απίστευτο μπάχαλο που δημιουργήθηκε με τη σύσταση οργανικών θέσεων για τα νέα τμήματα ένταξης που τίναξε στον αέρα τον προγραμματισμό των ΠΥΣΔΕ και δημιούργησε σοβαρές αδικίες σε βάρος των εκπαιδευτικών. Παράλληλα ζήσαμε τις άθλιες μεθοδεύσεις με το επίδομα ανεργίας με την πιλοτική αύξηση των απαιτούμενων ενσήμων από 125 σε 175, την υποχρέωση συμπλήρωσης βιογραφικών, προσόντων και δεξιοτήτων στην πλατφόρμα της ΔΥΠΑ και συμμετοχή σε συνεντεύξεις για οποιαδήποτε θέση εργασίας, την καθυστέρηση στην έγκριση των αιτήσεων και αβεβαιότητα για το πότε θα καταβληθεί το επίδομα για να καταλήξουμε στην εισαγωγή της προπληρωμένης κάρτας, που περιορίζει την πρόσβαση σε μετρητά στο 50% του ποσού και επιτρέπει το υπόλοιπο μόνο για συγκεκριμένες αγορές. Το αποτέλεσμα; Εξωφρενικές καθυστερήσεις στην αποστολή της κάρτας με το ταχυδρομείο, αφήνοντας τους δικαιούχους χωρίς δυνατότητα πρόσβασης στα χρήματά τους.
Σε αυτές τις συνθήκες, καθίσταται αναγκαία και επίκαιρη όσο ποτέ, η ενότητα των εργαζομένων αλλά και των αριστερών, προοδευτικών συλλογικοτήτων που δραστηριοποιούνται στο χώρο της μισθωτής εργασίας, σε ένα αγωνιστικό πλαίσιο που θα αντισταθεί στις ζοφερή προοπτική των πολιτικών της κυβέρνησης ΝΔ. Οι Συνεργαζόμενες Εκπαιδευτικές Κινήσεις/ΣΥΝΕΚ υπήρξαμε πάντα η αυτόνομη αγωνιστική παράταξη της υπευθυνότητας και των τεκμηριωμένων απόψεων και προτάσεων. Συνεχίζουμε αταλάντευτα να υπερασπιζόμαστε τα κοινωνικά αγαθά και τις αξίες του σεβασμού, της διαφορετικότητας και της αλληλεγγύης. Διεκδικούμε ένα ποιοτικό, συμπεριληπτικό, δημόσιο και δωρεάν σχολείο για όλα τα παιδιά! Η συσπείρωση στα σωματεία δημιουργεί ρωγμές στις νεοφιλελεύθερες και συντηρητικές πολιτικές. Παλεύοντας συλλογικά για την οριστική ανατροπή αυτών των πολιτικών, δημιουργούνται προϋποθέσεις για την υλοποίηση του οράματος μιας δημοκρατικής και δικαιότερης κοινωνίας.
Καλούμε όλες και όλους να συμμετέχουν μαζικά στο συλλαλητήριο
το Σάββατο, 6 του Σεπτέμβρη 2025, στις 18:00,
στο άγαλμα Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη.
Η Γραμματεία των ΣΥΝΕΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου