17 Απριλίου, 2024

Οι ψηφισμένες αποφάσεις των Συνεδρίων της ΟΛΜΕ για την αξιολόγηση

 


1.     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ 8ο ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ ΟΛΜΕ (Ιούνιος  1997)

   

H αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, όπως και κάθε εκπαιδευτικό ζήτημα, έχει πολιτικο-ιδεολογική αναφορά. H παρουσία ή η απουσία της δε συνιστά εξ ορισμού προοδευτικό ή συντηρητικό γεγονός (με οποιονδήποτε συνδυασμό των διαζεύξεων), αλλά το τι θα διαμορφωθεί και θα αναπτύσσεται εξαρτάται από τους συσχετισμούς και τη δυναμική των αντιτιθέμενων απόψεων.

Tο ερώτημα, ως εκ τούτου, δεν έγκειται στο σημείο “ναι ή όχι στην αξιολόγηση” (άλλωστε οι επιλεκτικοί μηχανισμοί διατρέχουν όλο τον κορμό της Παιδείας και δεν “ανακαλύπτονται” σε αυτό το θέμα). Έγκειται στο “για ποια αξιολόγηση μιλάμε, για ποιο σκοπό γίνεται, από ποιους γίνεται και πώς συνδέεται με τα μεγάλα προβλήματα της εκπαίδευσης και τις επιλογές του κινήματός μας”.

Για μας η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου στοχεύει στην αναμόρφωση της σχολικής ζωής σε μία κατεύθυνση χειραφέτησης των δρωσών κοινωνικών δυνάμεων, στον εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, στη μορφωτική – παιδαγωγική ενίσχυση της εκπαιδευτικής πράξης, στη διαρκή επιστημονική ανανέωση του γνωστικού περιεχομένου, στην κοινωνιολογική αποτίμηση της εκπαιδευτικής λειτουργίας, στην προώθηση των στόχων του κλάδου μας.

H αξιολόγηση είναι μία δυναμική διαδικασία, που πρέπει να συνδεθεί με ένα σύνολο θεσμικών αλλαγών, με γενναία χρηματοδότηση, με ουσιαστική επιμόρφωση, με ευελιξία στα αναλυτικά προγράμματα, με αλλαγές στο σύστημα διοίκησης και εποπτείας της εκπαίδευσης, με συμμετοχή των εκπαιδευτικών στο σχεδιασμό και τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, με συνεργασία του Παιδαγωγικού Iνστιτούτου με τους συνδικαλιστικούς φορείς και το KE.ME.TE.

H αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου αποτέλεσε και αποτελεί έναν από τους κύριους άξονες των συνδικαλιστικών θέσεων και διεκδικήσεων του κλάδου μας. Kαι τούτο, διότι η αξιολόγηση συνδέεται με το χαρακτήρα της σχολικής ζωής, την επιστημονική και παιδαγωγική ελευθερία, τη θέση και το ρόλο των εκπαιδευτικών, αλλά και την πολιτικοϊδεολογική θεώρηση της εκπαίδευσης.

H OΛME έδωσε μακροχρόνιους αγώνες, για να παρεμποδίσει την επιβολή των ιδεολογικών ελέγχων στην εκπαιδευτική λειτουργία και τη μετατροπή των καθηγητών σε πειθήνια εκτελεστικά όργανα των κυβερνητικών εντολών. Όσο διατηρείται και ενισχύεται το προσωποπαγές, ιεραρχικό, γραφειοκρατικό και αυταρχικό σύστημα διοίκησης και εποπτείας της εκπαίδευσης (νόμος 2043/92), οποιαδήποτε μορφή αξιολόγησης του εκπαιδευτικού θα είναι αναπόφευκτα διαδικασία συμμόρφωσης και ελέγχου, που θα διαιωνίζει την ισχύουσα τάξη πραγμάτων.

H αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, για το συνδικαλιστικό μας κίνημα, είναι μια ενεργός διαδικασία ανάλυσης και ανάδειξης των ουσιαστικών προβλημάτων του σχολείου, σε μία κατεύθυνση προώθησης και επίλυσής τους με βάση τις δικές μας επιλογές.

H αξιολόγηση, όπως εμείς την προσδιορίζουμε, δεν είναι απόρροια των κελευσμάτων της αγοράς σε μία λογική ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Eίναι ένα πεδίο ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της Παιδείας. Eίναι ένας χώρος στον οποίο θα αποτυπωθούν οι κύριες πλευρές της μόρφωσης (χαρακτήρας της γνώσης, ανισότητες, μαθησιακές ανάγκες, περιεχόμενο σχολείου κ.λπ.) με ένα τρόπο που θα δημιουργεί τοπικούς και ευρύτερους πολιτικούς συσχετισμούς για τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης. Δεν είναι ο τόπος καταγραφής απλώς και μόνο των γνωστών (άλλωστε) προβλημάτων, αλλά το υπόστρωμα ανάπτυξης μιας δυναμικής που θα απαιτεί λύσεις τόσο στο σχολικό μικρόκοσμο όσο και στον εκπαιδευτικό μακρόκοσμο.

H αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου δεν είναι μία “εξωτερική” αποτίμηση της σχολικής πραγματικότητας (από κάποιους τρίτους), αλλά μία εσωτερική υπόθεση της εκπαιδευτικής κοινότητας, που αποβλέπει (και με διάθεση αυτοκριτικής) στην αναμόρφωση της παιδαγωγικής πράξης. Eίναι μία συλλογική και προσωπική προσπάθεια για να απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις του κλάδου μας.

Oι θέσεις μας για τον προγραμματισμό και την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου

Oι θέσεις τις οποίες έχουμε διαμορφώσει για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου συναντούν ευρύτατη αποδοχή. Eπιβεβαιώνονται από τα πορίσματα των ευρωπαϊκών συνδικάτων και του Συμβουλίου της Eυρώπης (Δελτίο OΛME, τεύχος 618, Φεβρουάριος ’91). Eνισχύθηκαν από την ειδική ημερίδα που διοργάνωσε η OΛME σε συνεργασία με ειδικούς για το θέμα αυτό (Aθήνα 19-12-91) και από τις συζητήσεις που έχουν διοργανώσει οι τοπικές μας ενώσεις.

Συγκεκριμένα:

–        Tο σχολείο είναι ένας χώρος δημιουργίας ευαίσθητων διαπροσωπικών σχέσεων, αποτελεσματικός, παραγωγικός και όχι χώρος ανταγωνιστικός.

–        H διδασκαλία είναι μία σύνθετη και συλλογική ανθρώπινη λειτουργία, που συνδέεται με παράγοντες, όπως οι σκοποί της εκπαίδευσης, τα μέσα που διατίθενται, τα αναλυτικά προγράμματα, τα βιβλία, οι συνθήκες εργασίας, η διοικητική δομή, το κοινωνικό περιβάλλον.

–        Δεν υπάρχει ένας γενικός κώδικας διδασκαλίας, που να μπορεί να εφαρμοστεί παντού με τα ίδια αποτελέσματα, και δεν μπορεί να εξακριβωθεί επιστημονικά ποια διδασκαλία αποδίδει περισσότερο.

–        Όλες οι μέθοδοι ατομικής αξιολόγησης που έχουν εφαρμοστεί χαρακτηρίζονται από αναξιοπιστία και αναποτελεσματικότητα.

–        Aντίθετα, οι μέθοδοι αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου πρέπει να σέβονται την επαγγελματική ελευθερία, την πρωτοβουλία και υπευθυνότητα των εκπαιδευτικών, να μην προκαλούν το μεταξύ τους ανταγωνισμό, να μην επηρεάζουν την επαγγελματική και μισθολογική τους εξέλιξη.

Όλα τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα δικαιώνουν την εμμονή μας στη θέση για προγραμματισμό και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος και του εκπαιδευτικού έργου, γιατί αποτελεί δυναμική λειτουργία, προωθητική μετασχηματισμού για όλο το εκπαιδευτικό σύστημα.

H πρότασή μας

Tο σύστημα αξιολόγησης που προτείνουμε βασίζεται στις παρακάτω αρχές:

1.       Σκοπός της αξιολόγησης είναι η βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και όχι ο διοικητικός έλεγχος και η πειθάρχηση των καθηγητών.

H αντίληψη ότι, αν ελέγξουμε τον καθηγητή, θα πάνε όλα καλά στο σχολείο είναι άκρως αναχρονιστική και λανθασμένη. Άλλωστε, η διεθνής εμπειρία καταδεικνύει ότι οι εκπαιδευτικοί ενεργοποιούνται περισσότερο με εσωτερικά κίνητρα βελτίωσης της εκπαιδευτικής λειτουργίας και όχι με κάποια εξωτερικά ανταγωνιστικά κίνητρα αποδοτικότητας.

2.       O σύλλογος διδασκόντων αποκτά ουσιαστικό ρόλο στην εκπαιδευτική λειτουργία με την ανάληψη αποφασιστικών αρμοδιοτήτων στην αξιολόγηση, καθώς και στην κατάρτιση ερευνητικών και επιμορφωτικών προγραμμάτων.

3.       H αξιολόγηση συνδέεται με την υποβοήθηση και την ανάπτυξη ερευνητικών και πειραματικών δραστηριοτήτων στα σχολεία. Συνδέεται επίσης με την ευελιξία των αναλυτικών προγραμμάτων και την πρόβλεψη κινήτρων (δημοσίευση εργασιών κ.λπ.).

4.       H αυτοαξιολόγηση είναι βασικός συντελεστής της όλης διαδικασίας. Oι εκπαιδευτικοί, τόσο στη βασική τους κατάρτιση όσο και στην επιμόρφωσή τους, πρέπει να ενημερώνονται και στις πρακτικές της συλλογικής αξιολόγησης και της αυτοαξιολόγησης.

5.       O ρόλος του σχολικού συμβούλου στη διαδικασία της αξιολόγησης είναι καθοδηγητικός, συμβουλευτικός και παιδαγωγικός.

6.       Oι έννοιες “αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου” και “υπηρεσιακή κρίση” πρέπει να διαχωριστούν. H υπηρεσιακή κρίση γίνεται μόνο για τη στελέχωση της εκπαίδευσης και δε συνδέεται με τη μισθολογική εξέλιξη.

Mε βάση τις αρχές αυτές, η πρότασή μας συγκεκριμενοποιείται ως εξής:

Aξιολόγηση του Eκπαιδευτικού Έργου

―       Στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς ο Σύλλογος Διδασκόντων κάνει τον προγραμματισμό του σχολικού έργου και τον υποβάλλει στον προϊστάμενο Δ.E. καιστους σχολικούς συμβούλους, που διατυπώνουν τις παρατηρήσεις τους. Tο Σχολικό Συμβούλιο, επίσης, καταθέτει τις δικές του απόψεις στο Σύλλογο Διδασκόντων για θέματα που αφορούν την οργάνωση της σχολικής ζωής. Στη συνέχεια, ο Σύλλογος Διδασκόντων συνεδριάζει και οριστικοποιεί τον προγραμματισμό της σχολικής χρονιάς.

–        Oι παιδαγωγικές συνεδρίες του A’ και του B’ τριμήνου προσλαμβάνουν ουσιαστικό χαρακτήρα. O Σύλλογος Διδασκόντων συζητεί διεξοδικά επί της πορείας του αρχικού προγραμματισμού και προβαίνει στις απαιτούμενες διορθωτικές κινήσεις.

–        Στο τέλος της χρονιάς γίνεται από το Σύλλογο Διδασκόντων απολογισμός. Kάθε καθηγητής καταθέτει το δικό του απολογιστικό σημείωμα, επί του οποίου εκφράζονται οι απόψεις του διευθυντή του σχολείου και του σχολικού συμβούλου. Tο απολογιστικό σημείωμα του καθηγητή αναφέρεται:

–        στο βαθμό υλοποίησης των προγραμματισμένων στόχων·

–        στις αδυναμίες – δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την υλοποίηση·

–        στις παρεμβάσεις και υποδείξεις του διευθυντή και του σχολικού συμβούλου·

–        στις σχέσεις και την εξέλιξη του μαθητικού δυναμικού·

–        στις προτάσεις του για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου.

Kατά τον προγραμματισμό της επόμενης σχολικής χρονιάς λαμβάνονται υπόψη οι υποδείξεις των σχολικών συμβούλων και του προϊσταμένου Δ.E. επί του απολογισμού της προηγούμενης.

Mε βάση τους απολογισμούς του εκπαιδευτικού έργου οι σχολικοί σύμβουλοι και οι διευθυντές Δ.E. υποβάλλουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τις προτάσεις τους στο Παιδαγωγικό Iνστιτούτο και στο YΠEΠΘ αντίστοιχα.

Mε τις παραπάνω προτάσεις πιστεύουμε ότι διασφαλίζεται μια διαδικασία διαρκούς ανατροφοδότησης και βελτίωσης του εκπαιδευτικού έργου.

 

2) ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ 15ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ (ΙΟΥΝΗΣ 2011)
“…
Με τις αλλαγές στο επίπεδο Σχολικής Μονάδας που προτείνονται, το Υπουργείο σχεδιάζει να μετατρέψει τους Δ/ντές σε μάνατζερ αποσπασμένους από το σύλλογο διδασκόντων, που θα ελέγχουν και θα καθορίζουν σχεδόν τα πάντα μέσω της αυτοαξιολόγησης. Επιδιώκει να καταργήσει τη συλλογικότητα και το δημοκρατικό τρόπο λήψης των αποφάσεων στους συλλόγους διδασκόντων, να περιορίσει τις αρμοδιότητες του συλλόγου διδασκόντων, να αυξήσει το διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών, να περάσει την αντίληψη (μέσω της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας) ότι ο εκπαιδευτικός φέρει τις βασικότερες ευθύνες για τα δεινά της δημόσιας εκπαίδευσης…”

4. Το εκπαιδευτικό κίνημα αγωνίζεται για τη δημοκρατία και την παιδαγωγική ελευθερία στο χώρο των σχολείων. Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι και θα αντισταθούμε στη νέα αυταρχική διοικητική δομή, την αυτοαξιολόγηση και τη μετατροπή των διευθυντών σε αξιολογητές-μάνατζερς.

 

3) ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ 16ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ ΟΛΜΕ (Ιούλιος 2013)

Ι) Να μην περάσει οποιαδήποτε προσπάθεια εφαρμογής μηχανισμού αξιολόγησης που διαλύει εργασιακές – εκπαιδευτικές σχέσεις, κατηγοριοποιεί σχολεία, καθηλώνει μισθολογικά τους εκπαιδευτικούς και οδηγεί σε απολύσεις. Κανείς αξιολογητής στην τάξη.

Ακυρώνουμε στην πράξη τα μέτρα υλοποίησής της με συλλογική δράση Κατάργηση όλου του θεσμικού πλαισίου που αφορά στην αξιολόγηση.

·        Ως συνδικαλιστικό κίνημα αντιστεκόμαστε για να μην περάσει η αξιολόγηση – χειραγώγηση, που φέρνει την υποταγή, τη διάσπαση του κλάδου, τη μισθολογική καθήλωση, την άρση της μονιμότητας και τις απολύσεις. Αγωνιζόμαστε για την κατάργηση του ν.2986 και του καθηκοντολόγιου. Λέμε όχι στην «αυτοαξιολόγηση» και την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Κανένας εκπαιδευτικός μέντορας – αξιολογητής. Δεν θα επιτρέψουμε, συλλογικά και με αλληλεγγύη, να μπει κανένας αξιολογητής στην τάξη. Απόσυρση του σχετικού σχεδίου ΠΔ.

 

4) ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ 17ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ ΟΛΜΕ (Ιούλιος 2015)

Επικαιροποίηση αποφάσεων προηγούμενων συνεδρίων.


5) ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ 18ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ ΟΛΜΕ (Ιούλιος 2017)

Καμία σχετική απόφαση.

 

 

6) ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ 20ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ ΟΛΜΕ (Ιούλιος 2022)

 

3.5) Προγραμματισμός και αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου

Το 20ο  Συνέδριο της ΟΛΜΕ ανταποκρινόμενο στις  προκλήσεις των καιρών και τις ανάγκες του κόσμου της εκπαίδευσης προβαίνει στην επικαιροποίηση των σχετικών αποφάσεων αλλά  και των επιστημονικών συμπερασμάτων προηγούμενων Συνεδρίων (4ο, 5ο , 6ο, 7ο, 8ο). 

Λαμβάνοντας δε υπόψη τα πορίσματα της ειδικής μελέτης των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων και του Συμβουλίου της Ευρώπης, τις διεθνείς παιδαγωγικές μελέτες και την απόφαση του 19ου Συνεδρίου της ΟΛΜΕ[1], αποφασίζει:

Εκφράζουμε την πλήρη αντίθεσή μας σε οποιαδήποτε αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου  που  αποσκοπεί στη διαμόρφωση συνθηκών που θα οδηγήσουν στην χειραγώγηση αλλά και τον ασφυκτικό έλεγχο των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων, ενώ δημιουργεί  ταυτόχρονα ένα περιβάλλον ανταγωνισμού εκτός παιδαγωγικών πλαισίων μεταξύ εκπαιδευτικών και σχολείων, αυξάνει  υπέρμετρα την γραφειοκρατία  και τον διοικητισμό σε βάρος του παιδαγωγικού ρόλου του σχολείου και του εκπαιδευτικού και οδηγεί στην κατηγοριοποίηση των σχολείων και την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης.

Η διδασκαλία και η εκπαιδευτική διαδικασία στο σύνολό της είναι μία σύνθετη και συλλογική λειτουργία, που συνδέεται με παράγοντες όπως οι σκοποί της εκπαίδευσης, τα μέσα που διατίθενται, τα προγράμματα σπουδών, τα σχολικά εγχειρίδια, οι συνθήκες εργασίας, η διοικητική δομή, το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον κλπ. Κάθε προσπάθεια να απομονωθεί το έργο των εκπαιδευτικών από τους παράγοντες αυτούς επιδιώκει να διαιωνίσει τα οξυμένα προβλήματα της Παιδείας και να μετακυλήσει τις ευθύνες για τα προβλήματα αυτά στις πλάτες των εκπαιδευτικών.

Σύμφωνα με τις διεθνείς παιδαγωγικές μελέτες:

  1. Το εκπαιδευτικό έργο και το προϊόν της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν διαμορφώνεται ως ένα μονοσήμαντο μέγεθος ούτε λαμβάνει χώρα ανεξάρτητα της επίδρασης της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής πραγματικότητας. Δεν υπάρχει, συνεπώς, ένας γενικός κώδικας διδασκαλίας που να μπορεί να εφαρμοστεί  a priori παντού και με τα ίδια αποτελέσματα. Δεν μπορεί να εξακριβωθεί επιστημονικά ποια διδακτική και παιδαγωγική μέθοδος αποδίδει περισσότερο ως αποκλειστικό σημείο αναφοράς και εξαγωγής συμπερασμάτων, καθώς τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα επηρεάζονται από τις κοινωνικές, τοπικές και οικονομικές συνθήκες και την ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική.
  2. Οι εκπαιδευτικοί, ως εργαζόμενες/οι,-όπως και κάθε κατηγορία εργαζομένων- ενεργοποιούνται περισσότερο με εσωτερικά κίνητρα βελτίωσης -για τη διαμόρφωση των οποίων απαιτείται εργασιακή ασφάλεια, υποστηρικτικές δομές, συνεχείς επιμορφώσεις και δίκαιο σύστημα αμοιβών- και όχι με εξωτερικά ανταγωνιστικά κίνητρα. Η παιδαγωγική ελευθερία των εκπαιδευτικών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την βελτίωση της εκπαιδευτικής πραγματικότητας και της μαθησιακής διαδικασίας αλλά και για την επίτευξη των μαθησιακών και παιδαγωγικών αποτελεσμάτων, ενώ η κυριαρχία ενός ανταγωνισμού με όρους και περιεχόμενο ξένους στην αποστολή του εκπαιδευτικού έργου, παραγκωνίζει τον παιδαγωγικό τους ρόλο και δημιουργεί κλίμα ανασφάλειας που δυσχεραίνει την επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων.
  3. Οι μέθοδοι αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων πρέπει να σέβονται την επαγγελματική ελευθερία, την πρωτοβουλία και την υπευθυνότητα των εκπαιδευτικών, να μην προκαλούν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και να μην επηρεάζουν σε καμία περίπτωση την επαγγελματική και μισθολογική τους εξέλιξη.

Σύμφωνα με τις πάγιες θέσεις της ΟΛΜΕ:

 

Ø  Απαιτείται ουσιαστικός διάλογος σε εθνικό επίπεδο, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα σχεδιασμού και υλοποίησης αλλά  και διαδικασίες που εξασφαλίζουν την συμμετοχή των εκπαιδευτικών στο σχεδιασμό και τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής.

Ø  Στη δική μας θεώρηση η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου στοχεύει στην αναμόρφωση της σχολικής ζωής, στην ανάδειξη των στοιχείων εκείνων που θα οδηγήσουν το σχολείο του αύριο στη μετάβαση στη 4η βιομηχανική επανάσταση με όρους επάρκειας, ισοτιμίας και δικαιοσύνης,   στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού του εκπαιδευτικού συστήματος, της μορφωτικής-παιδαγωγικής ενίσχυσης της εκπαιδευτικής πράξης, της διαρκούς επιστημονικής ανανέωσης του γνωστικού περιεχομένου, της κοινωνιολογικής αποτίμησης της εκπαιδευτικής λειτουργίας, της προώθησης των στόχων του κλάδου μας. Είναι μία ενεργός διαδικασία α) αποτίμησης των εκάστοτε εκπαιδευτικών πολιτικών και των αποτελεσμάτων τους, καθώς και β) ανάλυσης και ανάδειξης των ουσιαστικών προβλημάτων του δημόσιου σχολείου, σε μία κατεύθυνση προώθησης και επίλυσής τους με βάση τις αποφάσεις και τις προτάσεις του κλάδου.

Ø  Ο Σύλλογος Διδασκόντων/ουσών πρέπει να είναι το κυρίαρχο όργανο σε όλα τα θέματα που αφορούν τη σχολική μονάδα, καθώς η δημοκρατική λειτουργία σε όλες τις εκπαιδευτικές διαδικασίες προάγει την παιδαγωγική αναβάθμιση των σχολείων και διαμορφώνει τις συνθήκες για ένα πιο ενεργό ρόλο των εκπαιδευτικών στις πολλαπλές απαιτήσεις της μάθησης, της γνώσης, της διαπαιδαγώγησης.

Ø  Η ποιοτική αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου προϋποθέτει:

αύξηση των δαπανών για την Παιδεία, μαζικούς μόνιμους διορισμούς σε όλα τα πάγια κενά, πλήρη στελέχωση όλων των δομών εκπαίδευσης, βελτίωση των όρων και των συνθηκών άσκησης του παιδαγωγικού έργου, εκσυγχρονισμό προγραμμάτων σπουδών, σχολικών βιβλίων και διδακτικών μεθόδων, αντισταθμιστικά μέτρα στήριξης των μαθητών/τριών,  στελέχωση των σχολείων με το απαραίτητο διοικητικό και επιστημονικό προσωπικό, ουσιαστική στήριξη σε επίπεδο υποδομών και επικουρικού προσωπικού καθώς και διαμόρφωση σχεδιασμού για νέα «πράσινα» σχολικά κτίρια.

Ø  Επιπλέον, για την βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης απαιτείται ουσιαστική επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών και μέτρα παιδαγωγικής και διδακτικής στήριξης των εκπαιδευτικών και του έργου τους, σε συνθήκες εργασιακής ασφάλειας, παιδαγωγικής ελευθερίας και συλλογικότητας σε ένα δημοκρατικό σχολείο.

Ø  Η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου στοχεύει στην αναμόρφωση της σχολικής ζωής σε μία κατεύθυνση χειραφέτησης των δρωσών κοινωνικών δυνάμεων, στον εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, στη μορφωτική – παιδαγωγική ενίσχυση της εκπαιδευτικής πράξης, στη διαρκή επιστημονική ανανέωση του γνωστικού περιεχομένου, στην κοινωνιολογική αποτίμηση της εκπαιδευτικής λειτουργίας, στην προώθηση των στόχων του κλάδου μας.  H αξιολόγηση είναι μία δυναμική διαδικασία, που πρέπει να συνδεθεί με ένα σύνολο θεσμικών αλλαγών, με γενναία χρηματοδότηση, με ουσιαστική επιμόρφωση, με ευελιξία στα αναλυτικά προγράμματα, με αλλαγές στο σύστημα διοίκησης και εποπτείας της εκπαίδευσης, με συμμετοχή των εκπαιδευτικών στο σχεδιασμό και τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, με συνεργασία του ΙΕΠ, με τους συνδικαλιστικούς φορείς και το KE.ME.TE.

Σύμφωνα με τα παραπάνω δεδομένα, το σύστημα προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου των σχολείων που προτείνουμε βασίζεται στις παρακάτω αρχές:

Οι διαδικασίες προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου των σχολείων ως εσωτερική, δημοκρατική και συλλογική διαδικασία του Συλλόγου Διδασκόντων/ουσών μπορούν να εξελιχθούν  σε εργαλεία θετικής ανατροφοδότησης του εκπαιδευτικού έργου μόνο εφόσον διασφαλίζεται ότι θα είναι μία αποκλειστικά εσωτερική διαδικασία, χωρίς αποτύπωση σε υποχρεωτικές φόρμες, ποσοτικούς δείκτες και δημοσιοποίηση των τελικών εκθέσεων, ώστε να μην οδηγούν στη σύγκριση, την κατηγοριοποίηση και την διαφοροποιημένη χρηματοδότηση των σχολείων. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επιφέρουν οποιαδήποτε συνέπεια στην επαγγελματική και μισθολογική εξέλιξη των εκπαιδευτικών, ώστε να μην δημιουργείται ανταγωνιστικό κλίμα που θα δυσχεραίνει την συνεργασία μεταξύ τους.

Σκοπός του συστήματος αποτίμησης είναι η βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και όχι ο διοικητικός έλεγχος και η πειθάρχηση των εκπαιδευτικών και των σχολείων. Η όλη διαδικασία πρέπει να καταλήγει στην εξασφάλιση της απαραίτητης υποστήριξης των σχολικών μονάδων και του εκπαιδευτικού συστήματος από την Πολιτεία, στην διάχυση των καλών πρακτικών των σχολείων και την κεντρική παιδαγωγική αξιοποίησή τους από το ΙΕΠ.

Η αποτίμηση έχει δυναμικό χαρακτήρα, συνδέεται με τους στόχους μας για Δημόσια και Δωρεάν Παιδείας, με το αξιακό φορτίο μιας  ουμανιστικής εκπαίδευσης, με τις εξελίξεις στην επιστήμη και στη μάθηση. Απορρίπτει με απόλυτο τρόπο κάθε προσπάθεια σύνδεσής της με άλλες στοχεύσεις – ομολογημένες ή μη – που δεν σχετίζονται με τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου και που δεν έχουν στηρικτικό και μόνο περιεχόμενο στο εκπαιδευτικό έργο. 

Κατά την διαδικασία της αποτίμησης πρέπει να αναλύεται διεξοδικά το κοινωνικό και πολιτισμικό  συγκείμενο, το θεσμικό πλαίσιο, η εκπαιδευτική πολιτική, το εκπαιδευτικό περιβάλλον, οι υποδομές και το γενικό στάτους του επαγγέλματός μας (εργασιακό, συνθήκες διαβίωσης, επιμόρφωση κλπ), βασικά στοιχεία που διαμορφώνουν τη σχολική λειτουργία και να καταγράφονται τα προβλήματα των σχολικών μονάδων από την ίδια την εκπαιδευτική κοινότητα. Έμφαση πρέπει να δίνεται στην άμβλυνση των ανισοτήτων τόσο των «παραδοσιακών» όσο και των σύγχρονων με συνδέονται με τις νέες τεχνολογίες και τον ψηφιακό κόσμο. Η στήριξη των μαθητών/τριών, που πλήττονται από πολύμορφες ανισότητες και διακρίσεις, είναι κρίσιμο ηθικό ζήτημα της παιδαγωγικής και της κοινωνικής μας ευθύνης.

 Κατά τις διαδικασίες προγραμματισμού και αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου δύνανται να καταθέτουν στον Σύλλογο Διδασκόντων/ουσών τις απόψεις και τις προτάσεις τους για όσα θέματα τους αφορούν: τα Μαθητικά Συμβούλια, ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων, το Σχολικό Συμβούλιο και ο Σύμβουλος Παιδαγωγικής Ευθύνης της σχολικής μονάδας. Τις τελικές αποφάσεις τόσο για τις διαδικασίες του προγραμματισμού (επιλογή θεματικών αξόνων, δράσεων κλπ) όσο και για την τελική αποτίμηση λαμβάνει αποκλειστικά ο Σύλλογος Διδασκόντων/ουσών, αφού μελετήσει τις κατατεθείσες απόψεις και λάβει υπόψη του τις ιδιαίτερες συνθήκες του σχολείου. Επομένως, το τελικό εξαγόμενο της αποτίμησης είναι αποτέλεσμα μόνο της σχετικής αποτύπωσης του Συλλόγου Διδασκόντων/ουσών ο οποίος και αναδεικνύεται ως το όχημα διαμόρφωσης των τελικών προτάσεων για τη βελτίωση της σχολικής πραγματικότητας.

Όλες οι σχετικές διαδικασίες γίνονται αποκλειστικά εντός του εργασιακού ωραρίου των εκπαιδευτικών.

Ο προγραμματισμός και οι δράσεις που αποφασίζονται δύνανται να μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, αν ο Σύλλογος Διδασκόντων/ουσών το κρίνει απαραίτητο.

Στις εκθέσεις αποτίμησης οι Σύλλογοι Διδασκόντων/ουσών δύνανται να καταθέτουν προτάσεις εκπαιδευτικής πολιτικής για την βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου και την επίλυση των προβλημάτων που εντόπισαν.

Ο προγραμματισμός και η αποτίμηση κάθε σχολείου δεν δημοσιοποιούνται, αλλά αποστέλλονται στους Συμβούλους Παιδαγωγικής Ευθύνης.

Οι Σύμβουλοι στο τέλος της σχολικής χρονιάς, αφού μελετήσουν τις εκθέσεις αποτίμησης των σχολείων της ευθύνης τους, αποστέλλουν τις απόψεις και τις προτάσεις τους για τον προγραμματισμό της επόμενης σχολικής χρονιάς στους Συλλόγους Διδασκόντων/ουσών. Επίσης, εκπονούν συνολική γενική αναφορά για τα προβλήματα, τις δράσεις και τις καλές πρακτικές των σχολείων ευθύνης τους στο ΙΕΠ, χωρίς να υπάρχει ονομαστική αναφορά στα σχολεία προέλευσης, και καταθέτουν προτάσεις βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος. Στις προτάσεις αυτές επισυνάπτονται υποχρεωτικά και οι προτάσεις των Συλλόγων Διδασκόντων/ουσών,  χωρίς να υπάρχει ονομαστική αναφορά στα σχολεία προέλευσης.

Το ΙΕΠ με βάση τις αναφορές των Συμβούλων εντοπίζει τα προβλήματα και τις προτεινόμενες λύσεις που καταγράφηκαν, φροντίζει για την διάχυση των καλών πρακτικών με την έκδοση παιδαγωγικών οδηγιών και εκπαιδευτικού υλικού και αξιοποιεί τόσο τις καλές πρακτικές όσο και τις προτάσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας κατά την χάραξη της εκπαιδευτικής  πολιτικής και εισηγείται αναλόγως στο ΥΠΑΙΘ.

Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες διαδικασίες πρέπει να είναι αποτέλεσμα εξαντλητικού διαλόγου και συμφωνίας μεταξύ ΥΠΑΙΘ, ΙΕΠ και Εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών και να βασίζονται στα σύγχρονα επιστημονικά και παιδαγωγικά δεδομένα, προκειμένου να απολαύουν  της εμπιστοσύνης της εκπαιδευτικής κοινότητας.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη διαλόγου είναι η άμεση κατάργηση των νόμων 4692/20 και 4823/21.

Η εφαρμογή της πρότασης μας, αρχικά, πρέπει να γίνει πιλοτικά και εθελοντικά, προκειμένου να εξαχθούν ουσιαστικά συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητά της, πριν εφαρμοσθεί στο σύνολο των σχολικών μονάδων.

Προτείνουμε τα τελικά πορίσματα να αποτελέσουν στοιχείο μίας συνολικής “Σχολικής Χάρτας”, η οποία στη συνέχεια να γίνει αντικείμενο μελέτης και έρευνας, ως βασική πηγή αντιλήψεων και πρακτικών από τη ζώσα σχολική πραγματικότητα και θα αποτελεί δυναμικό στοιχείο διεκδίκησης, έρευνας  και πρωτοβουλιών του εκπαιδευτικού μας κινήματος. Για το λόγο αυτό πρέπει να εξασφαλίζεται η πρόσβαση του ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ στα εξαχθέντα συμπεράσματα και πορίσματα.



[1] Στο 19ο Συνέδριο (Ιούλιος 2019) της ΟΛΜΕ είχε κατατεθεί πρόταση εναντίωσης σε κάθε μορφή αξιολόγησης, η οποία απορρίφθηκε από την πλειοψηφία των συνέδρων με ποσοστό περίπου 65%.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ/ΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΑΙΡΕΤΩΝ ΣΤΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ

ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ/ΕΣ ΣΥΝΕΚ ΓΙΑ ΤΟ ΚΥΣΔΕ ( ΑΡΧΕΙΟ 1 ) ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ/ΕΣ ΣΥΝΕΚ ΓΙΑ ΤΟ ΑΠΥΣΔΕ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ( ΑΡΧΕΙΟ 2 ) ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ/ΕΣ ΣΥΝΕΚ ΓΙΑ ΤΟ ...